Σάββατο

Ενας μάγος στο κέντρο της σκηνής

Θα πρέπει να ψάξει κανείς πολύ στην υπερ-εβδομηντάχρονη ιστορία του «Κοτοπούλη» για να εντοπίσει πότε άλλοτε χώρεσε τόση μαγεία στη σκηνή του. Ο εγγονός του Τσάπλιν και αυτεξούσιος καλλιτέχνης, Τζέιμς Τιερέ, μάγεψε με την παντομίμα του το κοινό του φεστιβάλ θέτοντας σε πλήρη εφαρμογή το πιο απλό μέσο του θεάτρου: τη μεταμόρφωση.
Ο 
Ραούλ ανακαλύπτει τον εαυτό του Ο Ραούλ ανακαλύπτει τον εαυτό του Σε μια παράσταση που δεν κάνει παιδικό το θέαμα, αλλά παιδί τον θεατή του, η σκηνή αλλάζει με ένα νεύμα, ο κόσμος μεταμορφώνεται με μια κίνηση, η σκηνή πλέει με τα πανιά της φαντασίας. Σπάνια είδαμε τόση αυτοπεποίθηση. Και ακόμη πιο σπάνια παρακολουθήσαμε την τέχνη του κλόουν να παίρνει ρεβάνς από το θέατρο, ζητώντας πίσω τη μαγεία που της ανήκει.
Περιγράφεται σαν «δρώμενο» στο πρόγραμμα, κι ωστόσο πρόκειται για θέατρο τόσο παλιό όσο η ιδέα του θεάτρου. Πρόκειται για την τελετή ενός μάγου στο κέντρο της άδειας σκηνής, που μπορεί να ακολουθεί τις δυνάμεις του εξώλογου και να τιθασεύει τη δύναμή τους. Γι' αυτό ο Τιερέ μιλάει στην εφημερίδα του φεστιβάλ για τη γνωριμία μας με εκείνα τα «σπάνια θηρία που κανείς δεν πρέπει να συναναστρέφεται». Αντιλαμβανόμαστε την τέχνη του κλόουν σαν «κωμική» γιατί φοβούμαστε να πάρουμε στα σοβαρά τα κενά της μάσκας του. Και γελάμε μαζί του, για να κλείσουμε στα δόντια τον τρόμο της άλλης πλευράς των πραγμάτων.
Μια παιδική εμπειρία, λοιπόν, αθώα όσο και αποκαλυπτική, με αντικείμενα που αναδύονται ελευθερωμένα από τις διαστάσεις τους, ευμετάβλητα και ευάλωτα στον υποκειμενισμό, ενταγμένα σε έναν κόσμο ρευστό και κινούμενο, ανοικτά στο θαύμα και την ανακάλυψη. Φαντάζομαι ότι οι ψυχολόγοι μπορούν να διακρίνουν πολλά από τα στοιχεία της παιδικής ψυχολογίας στην έμπνευση του Τιερέ. Μόνο που όταν αυτά παραδίδονται στον ενήλικο θεατή, αποκτούν την ποιότητα μιας μυσταγωγίας βαθιάς και ανέκφραστης, μιας εμπειρίας που μάταια αναζητούμε από την καντιανή αντίληψη του θεάτρου μας.
Ο Ραούλ μένει μόνος του σε ένα σπίτι που αποδομείται, αποκαλύπτοντας ένα νησί που εκτείνεται μέχρι την πλατεία, που ανοίγεται μέχρι έξω από το θέατρο... Στο σώμα του χωρούν πολλοί Ραούλ, πολλές φωνές, πολλές κινήσεις. Και στην ατομικότητά του επεμβαίνουν μυστικά κι αλλόκοτα ζώα του Σύμπαντος, ένα πουλί, ένας σκορπιός, ένα ψάρι, ένας ελέφαντας (σχεδιασμένα και κατασκευασμένα από τη μητέρα του Τιερέ, τη Βικτόρια Τσάπλιν). Ή ένα βιολί... Δύσκολο να πει κανείς πού ξεκινά και καταλήγει η ύλη αυτού του θεάτρου, πού τίθενται τα όρια του οργανικού πεδίου του. Ανάμεσα στα πράγματα, ο ίδιος ο Ραούλ. Ξεκινά σαν οντότητα αποκομμένη από το Σύμπαν και το όνειρο, αποκλεισμένη στον οίκο, στο κρεβάτι, στην αυτιστική διασκέδαση, στο γραμμόφωνό της. Καταλήγει να ενωθεί στο τέλος με το Σύμπαν, σαν ζώο συμφιλιωμένο με το σώμα του, σε μια υψιπετή περιδίνηση χαράς και ολοκλήρωσης. Και ακόμα: καταλήγει να αναχθεί στο πρόσωπο ενός κλόουν που συμφιλιώνεται επιτέλους με το χαμόγελό του.
Εδώ τα πάντα υπηρετούν το σύνολο και το σύνολο υποκλίνεται στον καλλιτέχνη. Μια παλιά ιστορία τίθεται ενώπιόν μας με την εντέλεια του σπάνιου καλλιτέχνη. Αυτό που στις ταινίες του παππού του Τιερέ έμοιαζε με τρικ, στο «Κοτοπούλη» βγαίνει αληθινό. Μπορεί πράγματι ένας καλλιτέχνης να διασπαστεί και να επανενωθεί στο κενό της γλώσσας, άφωνος ναι, αλλά όχι άλαλος. Οσοι παρακολουθήσαμε στο «Κοτοπούλη» τον Τιερέ γνωρίζουμε πως διασώζει μια τέχνη που κλείνει στη σιωπή της τα θαυμαστικά και αποσιωπητικά της αποκάλυψης. *


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου