Σάββατο

Εικαστικά

Στον κήπο με τ΄ αγάλματα
Ο Χάρης Ξένος παρουσιάζει στο εσωτερικό αίθριο του Αρχαιολογικού Μουσείου έκθεση εννέα έργων ζωγραφικής με τίτλο «Τόπος και χρόνος». Τα έργα, που λειτουργούν σαν φόντο στα αγάλματα του μουσείου, βασίζονται στην εικαστική μελέτη αρχαιολογικών χώρων (Δήλος, Εφεσος), καθώς και στην αναπαράσταση χαρακτηριστικών συμβόλων της αρχαιότητας (κίονας, πυραμίδα).

> Αίθριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, έως 31 Οκτωβρίου.

Πώς γλίτωσε από τους ναζί η Νίκη της Σαμοθράκης;

Η επιστροφή της Νίκης της Σαμοθράκης στο Μουσείο του Λούβρου μετά τον Πόλεμο, το 1945
Κρυμμένη σε καταφύγιο πέρασε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Νίκη της Σαμοθράκης, μαζί με τη Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι και άλλα αριστουργήματα της τέχνης, χάρη σε μια άψογα οργανωμένη επιχείρηση εκκένωσης του Λούβρου
Πού βρισκόταν η «Τζοκόντα» κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου; Κρυμμένη στο καταφύγιο, όπως πολλά άλλα αριστουργήματα της τέχνης. Οι κρατικές καλλιτεχνικές συλλογές της Γαλλίας ταξίδεψαν πολύ την περίοδο του Πολέμου, από το 1939 μέχρι το 1946. Τα γαλλικά μουσεία είχαν και αυτά μερίδιο στα δεινά μέσα στον κυκεώνα και το χάος. Γεγονότα που ελάμβαναν χώρα με φόντο μια άλλη αηδιαστική ιστορία που εκτυλισσόταν πίσω από τους τοίχους των μουσείων, αλλά χωρίς τη συμμετοχή του προσωπικού τους. Από το 1940 το Λούβρο και το Μουσείο Ζε ντε Πομ χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες για τις συλλογές που οι ναζί έκλεβαν από εβραίους συλλέκτες.

Τις παραμονές του πολέμου η Γαλλία διέθετε πασίγνωστα μουσεία. Το Παρίσι υπήρξε πόλη καλλιτεχνών: ο Πικάσο, ο Μπρακ και ο Ματίς δουλεύουν εκεί ήδη από τις αρχές του αιώνα. Στην πόλη δραστηριοποιούνται συγχρόνως πολυάριθμες γκαλερί, έμποροι έργων τέχνης, ειδικοί τεχνοκριτικοί, ιστορικοί τέχνης και συλλέκτες. Ο Ζακ Ζογιάρ είναι διευθυντής των Εθνικών Μουσείων και της Σχολής του Λούβρου. Είναι ήδη γνωστός και αναγνωρίσιμος και έχει αίσθηση της ευθύνης του. Αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ετοιμάσει σχέδιο διάσωσης των κρατικών συλλογών, για την περίπτωση που τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή. Την απόφαση αυτή έλαβε με βάση την εμπειρία της Ισπανίας, όπου το 1936, πρώτη χρονιά του Εμφυλίου, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο εκκένωσης του Μουσείου ντελ Πράδο, με συνθήκες κάποιες φορές τραγικές και με κατεύθυνση προς την Ελβετία. Ο Ζακ Ζογιάρ είχε παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μεταφορά των ισπανικών συλλογών από το έδαφος της Γαλλίας.

Ηδη από το 1938 αρχίζει να σκέπτεται ένα ανάλογο σχέδιο για τα μουσεία της Γαλλίας. Επισήμως, μιλούν για κάποιους χειρισμούς που απαιτούνται για να σωθούν τα αγάλματα και οι πίνακες από ενδεχόμενους βομβαρδισμούς. Ο υπεύθυνος των γαλλικών μουσείων όμως έχει στον μυαλό του τις ενδεχόμενες λαθροχειρίες των Γερμανών, δεδομένου ότι στην άλλη όχθη του Ρήνου η τρέλα είναι πλέον εμφανής και ήδη τρίζει τα δόντια της. Το 1937 στο Μόναχο έγινε μια μεγάλη έκθεση για τη λεγόμενη διεφθαρμένη τέχνη, που συνοδεύτηκε από τη ρίψη στη φωτιά κάποιων πινάκων που δεν θεωρήθηκαν «καθαροί». Την ίδια εποχή ο Χίτλερ αναθέτει στον Χανς Πος, διευθυντή του Μουσείου της Δρέσδης, τη φροντίδα να δημιουργήσει ένα Μουσείο Καλών Τεχνών στο Λιντς (σ.σ.: η πόλη όπου μεγάλωσε), γεμάτο με έργα που συνάδουν με τα πρότυπά του. Μάλιστα φλερτάρει με την ιδέα να ανακτήσει τα έργα «που εκλάπησαν» από τη Γερμανία εδώ και χίλια χρόνια.

Ολόκληρη η Ευρώπη αρχίζει να φοβάται για τις συλλογές της. «Την εποχή εκείνη οι Γάλλοι σκέπτονται ότι οι Γερμανοί θα αρπάξουν ό,τι θέλουν» λέει ο Γκιγιόμ Φονκενέλ, ο ιστορικός του Λούβρου. Στο έργο του «Το εξαφανισμένο μουσείο» (Εκδόσεις Γκαλιμάρ) ο ερευνητής Εκτορ Φελιτσιάνο περιγράφει ένα Χίτλερ με εμμονή για τις γαλλικές συλλογές. «Ηλπιζε ότι θα υπογραφόταν μια επίσημη συνθήκη ειρήνης με τη Γαλλία, μέσω της οποίας θα έφθαναν στην κατοχή του, ως πολεμική αποζημίωση, τα καλύτερα έργα του Μουσzείου του Λούβρου». Τον Αύγουστο του 1939 ο Ζογιάρ οργανώνει τη μεταφορά των 50 πρώτων αριστουργημάτων, μεταξύ των οποίων η «Τζοκόντα», το πολύπτυχο της Μπαλ (ξυλόγλυπτο διακοσμητικό της αγίας τράπεζας καθολικής εκκλησίας), η «Κυρία με τον Μονόκερω» και τα σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Εντεκα πύργοι και αβαεία στην Κεντρική και Νότια Γαλλία, ιδιαίτερα το Σαμπόρ, αποτελούν τους μυστικούς χώρους αποθήκευσης των έργων. Οι πύργοι του Λουβινί, του Πω και του Μοντάλ επιτάσσονται.

Τα γεωγραφικά σημεία επιλέχθηκαν με το κριτήριο να βρίσκονται μακριά από την πρωτεύουσα, μακριά από συγκοινωνιακούς κόμβους ή βιομηχανικά κέντρα. Ετσι θεωρείται ότι δεν κινδυνεύουν από ενδεχόμενους βομβαρδισμούς. Μερικές φορές οι ιδιοκτήτες τους, όπως ο μαρκήσιος Ντε Βιμπράγ στο Σεβερνί, ο δούκας Ντε Κοσέ-Μπρισάκ στο Μπρισάκ ή ο δούκας του Καρ στο Σουρς, προσφέρονται να συμμετέχουν εθελοντικά στην επιχείρηση.

Στα μουσεία, το αμπαλάρισμα των καμβάδων και των αγαλμάτων συχνά γίνεται με τη βοήθεια των εργαζομένων στα μεγάλα καταστήματα, όπως το ΒΗV κοντά στο δημαρχείο ή το Σαμαριτέν. Από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο διοργανώνονται 200 ταξίδια προς ποικίλους προορισμούς εντός της Γαλλίας και 5.446 κιβώτια εγκαταλείπουν το Παρίσι, τις Βερσαλλίες, το Νανσύ, τη Λυών και άλλες πόλεις, κατευθυνόμενα σε 83 σημεία αποθήκευσης. Το πολύπτυχο του Ιζενχάιμ- κόσμημα του Μουσείου Κολμάρ, που οι Γερμανοί εποφθαλμιούν- βρίσκει καταφύγιο στη Δορδόνη, ενώ ο «Μυστικός Αμνός» του Βαν Αϊκ κρύβεται στον πύργο του Πω, πριν από την παράδοση της Γαλλίας στους Γερμανούς, στο Βισύ, το 1942. Οσο για τη Νίκη της Σαμοθράκης οδεύει προς Βαλενσέ. Ο τεράστιος πύργος του Σαμπόρ κλείνει για το κοινό και καθίσταται ένα είδος σταθμού μετεπιβίβασης για τη μεταφορά όλων αυτών των έργων.

Μέσα στον πυρετό του πολέμου τα πολύτιμα αντικείμενα εγκαταλείπουν το «σπίτι» τους και μεταναστεύουν υπό συνθήκες που κάποιες φορές κρύβουν κινδύνους. Τον Μάιο του 1940 και υπό τη σκιά της γερμανικής απειλής κάποιοι θησαυροί μεταφέρονται και πάλι, ενώ οι αποθήκες που
Ο Χίτλερ προσέβλεπε στην υπογραφή επίσημης συνθήκης ειρήνης με τη Γαλλία για να αποσπάσει τα καλύτερα έργα του Μουσείου του Λούβρου υπό μορφή πολεμικών αποζημιώσεων
βρίσκονται δυτικά μεταφέρονται όσο πιο νότια γίνεται. Οταν καταλαμβάνεται και η ελεύθερη ζώνη διοργανώνεται μια τρίτη μεταφορά που θα οδηγήσει σε καλύτερο καταμερισμό των έργων. Στη συνέχεια, το 1944, υπό την απειλή ενδεχόμενης απόβασης στις ακτές της Μεσογείου, οι καλλιτεχνικοί θησαυροί απομακρύνονται από τις παράλιες περιοχές.

Η «Τζοκόντα» τυλίγεται με κόκκινο βελούδο και στη συνέχεια τοποθετείται μέσα σε ένα πλαίσιο. Ολόκληρο το πακέτο κλείνεται σε ένα κιβώτιο με διπλά τοιχώματα, από ξύλο λεύκας που φέρει το διακριτικό ΜΝLΡ Νo 0, μαζί με τρεις κόκκινες βούλες, σήμανση που διευκρινίζει ότι πρόκειται για αντικείμενο εξαιρετικής αξίας. Τους 70 μήνες της εξορίας ο πίνακας όργωσε τη Γαλλία: Σαμπόρ, Λουβινί, Σαμπόρ και πάλι, μετά Λοκ Ντιε, στο Μουσείο Ενγκρ του Μοντομπάν, Μοντάλ κοντά στο Σεν Κρε. Τέλος, φθάνει στο Παρίσι το 1945.

Ολο αυτό το διάστημα, στο Παρίσι, το Λούβρο έχει εκκενωθεί και έχει κλείσει, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεται και πάλι κινητικότητα. Οι Γερμανοί, εξηγεί ο Γκιγιόμ Φονκενέλ, τελικά μαθαίνουν πού ακριβώς βρίσκονται τα έργα, αλλά δεν τα αγγίζουν. Μέσα στο ναζιστικό χάος δεν είναι όλοι σύμφωνοι για το μέλλον που επιφυλάσσεται στη γαλλική πολιτιστική κληρονομιά. Ο κόμης Βολφ Μέτερνιχ, υπεύθυνος της γερμανικής επιτροπής για την προστασία των έργων τέχνης της Βέρμαχτ, είναι αντίθετος με την πολιτική της οργανωμένης λεηλασίας των έργων. Οι αποθήκες, εκτός των άλλων, φυλάσσονται πολύ καλά. «Αυξήστε τη φύλαξη των αριστουργημάτων που ανήκουν στο έθνος. Καθήκον μας είναι να τα παραδώσουμε στις επόμενες γενεές» θυμίζει ο Ζακ Ζοζάρ στο προσωπικό των μουσείων, στα τέλη του 1942.

Πέθανε ο Γιάννης Δαλιανίδης



Απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 87 ετών ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο γνωστός σκηνοθέτης νοσηλευόταν με αναπνευστικά προβλήματα και πολυοργανική ανεπάρκεια.

Η κηδεία του θα γίνει τη Δευτέρα, στις 3 το μεσημέρι, από το Α' Νεκροταφείο.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1923 και ξεκίνησε την καριέρα του ως χορευτής και χορογράφος, με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Γιάννης Νταλ». Το 1958 έγραψε το πρώτο του σενάριο, για την ταινία «Το Τρελοκόριτσο». Ένα χρόνο μετά, ξεκίνησε την καριέρα του ως σκηνοθέτης με τη «Μουσίτσα» και ακολούθησε την ίδια χρονιά η ταινία «Λαός και Κολωνάκι».

Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμς άρχισε το 1961 με τον «Κατήφορο», ενώ τη δεκαετία του 1970 άρχισε να εργάζεται και για την τηλεόραση. Από τις πιο γνωστές είναι το «Λούνα Παρκ», η «Οδός Ανθέων», «Τα Λιονταράκια», «Το Ρετιρέ», «Το Τρίτο Στεφάνι» και άλλες. Η τελευταία του δουλειά ήταν το 1999 το σίριαλ «Μικρές Αμαρτίες».

Συνολικά σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 ταινίες, στις περισσότερες από τις οποίες είχε γράψει το σενάριο ο ίδιος

Τετάρτη

Οταν ο Αχιλλέας κατέκτησε το Μανχάταν



 Κέρδισαν τη µάχη µε τον χρόνο και τον µύθο και τώρα αρχαίοι έλληνες ήρωες κατακτούν τη Νέα Υόρκη στη νέα έκθεση του Ωνασείου Ιδρύµατος
Κατέκτησαν την Τροία. Νίκησαν αρχαίους θεούς και δαίµονες. Εσπασαν τα όρια του χρόνου και κατάφεραν να συγκινούν και να αποτελούν πρότυπα και πηγή έµπνευσης µέχρι τις µέρες µας. Είναι ο ατρόµητος Αχιλλέας, ο πολυµήχανος Οδυσσέας, ο ηµίθεος Ηρακλής, η Ωραία Ελένη. Ηρωες που χιλιετίες µετά τη «γέννησή» τους πέτυχαν ακόµη έναν άθλο: κατέκτησαν τη Νέα Υόρκη, καθώς είναι οι λαµπεροί πρωταγωνιστές της έκθεσης «Ηρωες: Θνητοί και Μύθοι στην Αρχαία Ελλάδα» που εγκαινίασε χθες ο υπουργός Πολιτισµού και Τουρισµού Παύλος Γερουλάνος, στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο στην καρδιά του Μανχάταν.

Αρωµα Ελλάδας και υποβλητική ατµόσφαιρα υποδέχεται τους επισκέπτες που φτάνουν ώς τον εκθεσιακό χώρο του Οlympic Τower. Στους βαµµένους µε σκούρα χρώµατα τοίχους περισσότερα από 90 µοναδικά έργα τέχνης – από αρχιτεκτονικά γλυπτά µέχρι εγχάρακτοι πολύτιµοι λίθοι – τα οποία καλύπτουν περίοδο έξι αιώνων (6ος αι. π.Χ. - 1ος αι. π.Χ.)

και προέρχονται από αµερικανικές και ευρωπαϊκές συλλογές υπόσχονται να δείξουν τον τρόπο που οι αρχαίοι Ελληνες αντιλαµβάνονταν την έννοια των ηρώων και πως οι ήρωες λειτούργησαν ως πρότυπα. Ταυτόχρονα επιχειρούν να διερευνήσουν την ανθρώπινη ανάγκη για ύπαρξη ηρώων ως προτύπων στην τέχνη ενός πολιτισµού από τους αρχαιότερους και µε τη µεγαλύτερη ιστορικά επιρροή σε άλλους πολιτισµούς. Το νήµα για να ανακαλύψουν οι επισκέπτες τον κόσµο των ηρώων ξετυλίγεται σε τρεις ενότητες, σύµφωνα µε την επιµελήτρια της έκθεσης δρα Σαµπίνε Αλµπερµέγιερ. Στην πρώτη, υπό τον τίτλο «Ηρωες στον µύθο», τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατούν οι τέσσερις µεγάλες µορφές του µύθου: ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και η Ελένη. Και µαζί η καταγωγή και η γέννησή τους, οι άθλοι και τα πάθη τους, οι αγώνες και ο θάνατός τους. Βίοι πολυτάραχοι και διαφορετικοί, αλλά κοινό σηµείο όλων τους είναι ότι έγιναν γνωστοί µετά θάνατον.

Τη σκυτάλη παίρνουν οι «Ηρωες στη Λατρεία», όπου φωτίζονται οι διαφορετικές πτυχές τους: από προστάτες και θεράποντες ώς επικίνδυνοι και στοιχειωµένοι εκδικητές, που δέχονταν θυσίες. Απόδειξη της πρακτικής της λατρείας των ηρώων είναι τα αναθηµατικά ανάγλυφα, τα αναθήµατα και τα ταφικά µνηµεία, που φιλοξενούνται στην έκθεση η οποία έχει ήδη παρουσιαστεί στο Walters Αrt Μuseum, στο Frist Center for Visual Αrts του Νάσβιλ και το San Diego Μuseum of Αrt. Η αυλαία πέφτει δε µε την τρίτη και τελευταία ενότητα «Ηρωες ως πρότυπα», που φέρνει τους επισκέπτες πιο κοντά στις σύγχρονες αντιλήψεις για τον ηρωισµό, εξετάζοντας το πώς οι αρχαίοι έλληνες πολεµιστές, αθλητές, µουσικοί και κυβερνώντες διαµόρφωσαν τη συµπεριφορά τους, και µερικές φορές την εικόνα τους, στα πρότυπα των ηρώων. Γι’ αυτό άλλωστε και σε αυτήν τη θέση παρουσιάζονται από µελανόµορφα αγγεία ζωγραφικής που απεικονίζουν στρατιώτες και ιππείς µέχρι κέρµατα που φέρουν τις εικόνες βασιλέων µε τα σύµβολα του Ηρακλή. Στα χθεσινά εγκαίνια παραβρέθηκαν µεταξύ άλλων η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαµπράκη - Πλάκα και τα µέλη του Δ.Σ. του Ιδρύµατος Ωνάση, µε τον πρόεδρο Αντώνη Παπαδηµητρίου.

Κλέβουν την προσοχή
Παρά τη σφιχτή δοµή της έκθεσης υπάρχουν και τα «λαµπερά αστέρια» που κλέβουν την προσοχή των επισκεπτών.

Και ανάµεσα στους «πρωταγωνιστές» δεν θα µπορούσε να µην ξεχωρίσει κάποιος ένα χάλκινο κορινθιακό κράνος 700 - 500 π.Χ. από το Walters Αrt Μuseum, έναν µελανόµορφο αµφορέα που απεικονίζει τον Αχιλλέα και τον Αίαντα να παίζουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι έξω από την Τροία (τέλη του έκτου αιώνα π.Χ., από το Royal Οntario Μuseum και έναν µελανόµορφο κρατήρα (περ. 510 π.Χ.)

που απεικονίζει την απόδραση του Οδυσσέα από τη σπηλιά του κύκλωπα Πολύφηµου από το Μουσείο της Καρλσρούης, έναν µαρµάρινο κορµό ενός αθλητή που αντιγράφει πρωτότυπο του Πολυκλείτου (ρωµαϊκό αντίγραφο) από το Walters Αrt Μuseum.

ΙΝFΟ
«Ηρωες: θνητοί και µύθοι στην Αρχαία Ελλάδα», έως τις 3 Ιανουαρίου 2011 στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Υόρκης (Οlympic Τower).

Χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα




Οικονοµία, µετανάστευση, οικολογία, αντίδραση και ανατροπή εκφράζονται όχι µε την ξύλινη γλώσσα της πολιτικής, αλλά µε εκείνη της τέχνης, στην έκθεση του ΕΜΣΤ.

Μαξιλάρια λευκά, µαλακά που δεν φιλοξενούν πάνω τους όνειρα. Ασφυκτιούν, υποφέρουν και πιέζονται αφόρητα βιδωµένα στον τοίχο µε ντέξιον. Δίπλα τους ένας κόσµος φτιαγµένος από συρµατόπλεγµα. Οχι από εκείνο που περιφράσσονται τα χωράφια, αλλά το αιχµηρό των φυλακών και των συνόρων. Ενας χώρος υποβλητικός, επιθετικός, ψυχρός σαν το ατσάλι, που σε κάνει να νιώθεις τον πόνο. Και απέναντι σχέδια γραµµικά, χωρίς χρώµα, µε κάρβουνο. Εικόνες που πνίγουν όπως το αστικό περιβάλλον µάς πνίγει στην καθηµερινότητά µας.

Είναι τα έργα του Γιώργου Χαρβαλιά, του Κέντελ Γκιρς και του Ντίκου Βυζάντιου. Δηµιουργοί από διαφορετικές γενιές, δύο Ελληνες και ένας Νοτιοαφρικανός, που συνυπάρχουν στην έκθεση «Τέχνης πολιτική», του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. «Μια έκθεση που δεν ανακατεύει απλώς την τράπουλα, αλλά παρουσιάζει τα έργα χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα και προτείνει έναν νέο τρόπο να διαβάσουµε τα πράγµατα», δίνει το στίγµα της έκθεσης η διευθύντρια του ΕΜΣΤ και επιµελήτρια της έκθεσης, Αννα Καφέτση.

«Βush Satan», «Νever Αgain», «Ηungry» είναι µερικά από τα συνθήµατα που ο Κολοµβιανός Κάρλο Μότα συγκέντρωσε από τους δρόµους της Μπογκοτά και τα µετάφερε στην εγκατάστασή του υπό τον τίτλο «Σε ποιον ανήκει ο δρόµος;», ενώ ατελείωτες λίστες ανθρώπων που χάθηκαν στα σύνορα Ηνωµένων Πολιτειών - Μεξικού συνθέτουν τα τεράστια γκραφίτι της Αµερικανίδας Αντρέα Μπάουερς. Ενα αποστειρωµένα τακτοποιηµένο αρχείο Μικρασιατών µε φωτογραφίες και σφραγίδες συνθέτουν την εγκατάσταση του Γιώργου Χατζηµιχάλη, ενώ η Λιβανέζα Μόνα Χατούµ διαβάζοντας φωναχτά αποσπάσµατα από γράµµατα που της έστειλε η µητέρα της από τη Βηρυτό δηµιουργεί ένα οπτικό µοντάζ που αντανακλά τα συναισθήµατα αποχωρισµού και αποµόνωσης από την παλαιστινιακή οικογένειά της.

«Τι είναι δηµοκρατία;» είναι το ερώτηµα που θέτει ο Αυστριακός Ολιβερ Ρέσλερ σε ακτιβιστές και πολιτικούς αναλυτές από 18 πόλεις του κόσµου ανάµεσά τους: το Αµστερνταµ, τη Βαρσοβία, το Βερολίνο, τη Βέρνη, τη Βουδαπέστη, τη Θεσσαλονίκη, την Κοπεγχάγη, το Λονδίνο, τη Μελβούρνη. Οι απαντήσεις αποκαλύπτονται στην οκτακάναλη βιντεοεγκατάστασή του.

Πάνω από 4.000 φωτογραφίες (που απεικονίζουν από παπούτσια και τον ουρανό έως βότσαλα και ψάρια) και προβολές οι τέσσερις τούρκοι καλλιτέχνες της οµάδας «xurban_collective» παρουσιάζουν τη θάλασσα ως τόπο της παγκόσµιας αγοράς έπειτα από έρευνα που έκαναν στα λιµάνια του Πειραιά, της Μασσαλίας, της Νίκαιας, της Νέας Υόρκης και της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί από τους καλλιτέχνες θα έρθουν στην Αθήνα για οµιλίες, ενώ παράλληλα πραγµατοποιείται στον ίδιο χώρο έκθεση της Ειρήνης Ευσταθίου µε ξυλογραφίες, λιθογραφίες, σχέδια και ζωγραφική µε θέµα ανάµεσα σε άλλα τα επεισόδια του Δεκεµβρίου του 2008.


Παραµένει νοµάδας

Πολιτική πράξη είναι και η απόκτηση µόνιµης στέγης του µουσείου, το οποίο, αν και σήµερα γιορτάζει τα δέκα του χρόνια, εξακολουθεί να ζει ως νοµάδας, καθώς απέβη άκαρπη η προσπάθεια να µετατραπεί το παλιό εργοστάσιο Φιξ της Λεωφόρου Συγγρού σε µόνιµη στέγη του ΕΜΣΤ.
Μέσα στον Οκτώβριο ωστόσο αναµένεται να προκηρυχθεί νέος διεθνής διαγωνισµός, ενώ λόγω γενεθλίων µια «µαγική» τράπεζα θα αποκαλύπτει µε ένα άγγιγµα στιγµές από τα 10χρονα του µουσείου.

ΟΤΑΝ Η ΚΑΛΛΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗ ΣΑΔΕΡΛΑΝΤ «Μόνο οι δυο µας ξέρουµε πόσο καλύτερη είµαι»



Η Μαρία Κάλλας σε µία από τις σπάνιες (συλλεκτικές) φωτογραφίες της µε την αυστραλή σοπράνο και  φίλη της Τζόαν Σάδερλαντ, στα παρασκήνια, έπειτα από µια παράσταση της δεύτερης. «Με το που άκουσα τη Σάδερλαντ να τραγουδάει στις πρόβες, ήξερα πως θα είναι ανταγωνίστρια ή και αντίπαλος της  Κάλλας», θυµόταν ο σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι
Την είπαν «διάδοχο της Κάλλας». Οµως η αυστραλή σοπράνο, που πέθανε προχτές στα 83 της, δεν είχε τίποτα να µοιράσει µε την ελληνίδα Ντίβα. Μόνο καλές στιγµές
Βοούσαν τα παρασκήνια. «Ποιον ήρθε να ακούσει στην πρόβα τζενεράλε η Κάλλας;». Στη σκηνή βρισκόταν µια µεγαλόσωµη γυναίκα µε τετράγωνο πηγούνι _ χαρακτηριστικό της αυστραλιανής καταγωγής της _ και εντυπωσιακή φωνή.

Η Μαρία Κάλλας, εκείνο το απόγευµα του 1959 είχε πάει στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου για να ακούσει από ένα θεωρείο, σε µια γωνιά της πλατείας, τη σοπράνο Τζόαν Σάδερλαντ. Την είχε προτείνει για τον επώνυµο ρόλο στην όπερα «Λουτσία Ντι Λαµερµούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι ο φίλος και κατά κάποιον τρόπο µέντοράς της _ µε τον οποίο έκανε πολλές ηχογραφήσεις της στη Σκάλα του Μιλάνου_, ο µαέστρος Τούλιο Σεραφίν. Την εκγύµναζε δε ο φίλος της _ που είχε καθοδηγήσει και την ίδια _, σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι, στην εκφορά των ιταλικών (αν και κάποιοι ήθελαν την αναβίωση της όπερας του Ντονιτσέτι στα αγγλικά) και στη σκηνική συµπεριφορά. Οπως είχε κάνει µε την Κάλλας και ο Λουκίνο Βισκόντι. Η Κάλλας, που δεν απέφυγε τους δηµοσιογράφους, σ’ αυτήν τη µάλλον ινκόγκνιτο επίσκεψη στο Κόβεντ Γκάρντεν δήλωνε µετά την πρόβα (όταν έσπευσε να τη συγχαρεί στο καµαρίνι της) πως προβλέπει µεγάλη καριέρα για την αυστραλή σοπράνο, ενώ κάποιοι _ από κείνους που καραδοκούσαν πάντα να την δουν σαν «τίγρη» ή καπριτσιόζα ντίβα _ ισχυρίζονται πως την άκουσαν να σχολιάζει: «Μόνο οι δυο µας ξέρουµε πόσο καλύτερη είµαι».

Στην ίδια πρόβα της «Λουτσία» λέγεται ότι η άλλη µεγάλη σοπράνο Ελίζαµπεθ Σβάρτσκοπφ δεν µπόρεσε να κρύψει τα δάκρυά της.

Ακόµη κι όταν κάποιοι µιλούσαν για τη «διάδοχο της Μαρίας Κάλλας», ειδικά στα χρόνια που η Σάδερλαντ την συναγωνιζόταν µάλλον (και δεν την ανταγωνιζόταν _ άλλωστε είχε τη φήµη πως δεν είχε διόλου καπρίτσια ντίβας και ήταν εξαιρετικά καλόβολη) στο µπελκάντο, οι δύο ερµηνεύτριες δεν έγιναν ποτέ αντίπαλοι. Και δεν έδωσαν και δικαιώµατα να τις χαρακτηρίσουν έτσι, όπως έγινε µε την Κάλλας και τη Ρενάτα Τεµπάλντι, που έµειναν στην ιστορία µ’ αυτό τον χαρακτηρισµό. «Ηταν και οι δύο τεράστιες καλλιτέχνιδες.

Σέβονταν η µία την άλλη. Οταν έχεις φτάσει σε τέτοια επίπεδα όπως και οι δύο αυτές γυναίκες, είσαι πέραν των κοινών ανθρώπινων αδυναµιών _ ήταν υπεράνω φθόνου», επιβεβαίωνε ο Φράνκο Τζεφιρέλι. Θυµόταν πως ο Τούλιο Σεραφίν τού είχε γνωρίσει την Τζόαν Σάδερλαντ λίγο πριν από τη «Λουτσία» του 1959 στο Κόβεντ Γκάρντεν, που ήδη από την πρεµιέρα της _ µε πρωτοφανή θρίαµβο_ έκανε διεθνή σταρ την αυστραλή σοπράνο: «Πήγα στο ξενοδοχείο του και ο Τούλιο µου είπε: “Θέλω να γνωρίσεις κάποια. Μην ανησυχήσεις για την εµφάνισή της”. Πήγαµε στην πρόβα και την είδα. Μια γυναίκα πελώρια σαν λοχίας στον στρατό, µ’ αυτήν τη φρικτή αυστραλιανή προφορά.

Σχεδόν ντράπηκα. Αρχίσαµε όµως να δουλεύουµε τη “Λουτσία” στο πιάνο και σιγά σιγά µε κατέκτησε. Κάποια στιγµή είπα µέσα µου: ω, Θεέ µου, αυτό δεν θα αρέσει καθόλου στην Κάλλας. Μεγάλος µπελάς».

Για την ιστορία: Μεγαλύτερος θρίαµβος για τη Σάδερλαντ έµελλε να έρθει το 1990, όταν αποσύρθηκε. Το κοινό την χειροκροτούσε όρθιο επί 19 λεπτά σε ένα γκαλά µε τη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους, µαζί µε τους φίλους της Λουτσιάνο Παβαρότι (ανακάλυψη του συζύγου της, του αυστραλού πιανίστα και µαέστρου Ρίτσαρντ Μπόνιν) και Μέριλιν Χορν.

Στα 40 χρόνια της λαµπρής καριέρας της, η Σάδερλαντ, που αποσύρθηκε από τη σκηνή το 1990, ηχογράφησε 33 πλήρεις όπερες και εκατοντάδες άριες

Κρυφάκουγε στη «Νόρµα»

Η Κάλλας και η Σάδερλαντ
γνωρίζονταν από παλιά. Το 1951, η Σάδερλαντ, που σπούδαζε στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής, θεωρήθηκε ως ταλέντο και προσελήφθη στο Κόβεντ Γκάρντεν µε συµβόλαιο που όριζε αµοιβή 10 στερλίνες τη βδοµάδα. Το 1952 δε, είχε βρεθεί να τραγουδάει τον µικρό ρόλο της Κλοτίλδης στην περίφηµη «Νόρµα», στην οποία η Κάλλας είχε αποθεωθεί (η παράσταση που θεωρείται ως η καλύτερη φωνητικά για την Ντίβα έχει ηχογραφηθεί ζωντανά από την ΕΜΙ Classics). Πριν αναλάβει το ρολάκι, η Αυστραλή οµολόγησε αργότερα ότι κρυµµένη στα παρασκήνια λάτρευε να ακούει την «υπέρτατη οµορφιά του τραγουδιού της Μαρίας». Η Σάδερλαντ, µετέπειτα εξαιρετική Νόρµα, οµολογούσε ακόµη πως στην ερµηνεία της Κάλλας είχε στηρίξει και τη δική της.

Κυριακή

Φαντάσου να ζούσε ο Τζον Λένον

Της Μαρίας Μαρκουλή

Με τα Σκαθάρια τις μέρες της τρελής Μπιτλομανίας
Το «Δώσε- επιτέλους- μια ευκαιρία στην ειρήνη» μπορεί να ήταν μια φράση στο twitter του Τζον Λένον.
Αν ζούσε, θα γινόταν σήμερα 70 χρόνων, θα αφουγκραζόταν τον κόσμο και θα απαντούσε στα ερεθίσματα
με αυτά που πάντα τον χαρακτήριζαν- πνεύμα και ειλικρίνεια
Θα ήταν προφανώς ένα μεγάλο πάρτι. Η Γιόκο θα είχε καλέσει τους φίλους στο σπίτι και ο Τζον τους δικούς του. Τα παιδιά θα είχαν έρθει από νωρίς και ο Πολ θα ήταν σίγουρα εκεί. Το δώρο που θα έκανε στον Τζον μπορεί να ήταν ένα τραγούδι. Ενα τραγούδι για τα γενέθλιά του. Τα 70 χρόνια είναι κάτι που θέλεις να το γιορτάσεις. Ολο το σκηνικό θα θύμιζε και λίγο από Βeatles, αφού o Τζον και ο Πολ- Lennon & ΜcCartney- θα έβρισκαν μια γωνιά για να προβάρουν το τραγούδι. Το οποίο μπορεί κάποια στιγμή να το ακούγαμε κι εμείς.

Τι λες τώρα! Σπουδαία σκηνή. Και φέτος ήταν- ας μην ξεχνιόμαστε- μια πολύ καλή χρονιά.

Οι επανεκδόσεις των Βeatles έσκισαν, έδωσαν στη δισκογραφία λόγους για να γιορτάζει και αυτή, μέσα στην παραζάλη των παλιών-νέων κυκλοφοριών της. Την ίδια στιγμή το παιχνίδι Βeatles Rock Βand βγάζει φωτιές στην κονσόλα. Με άλλα λόγια, «Τζον, θα έλεγε ο Πολ, Ιt΄s just like starting over». Σα να αρχίζουμε από την αρχή.

Το συγκεκριμένο κομμάτι- και ένα από τα πιο αγαπημένα μου του Λένον - μπορεί και να σε ανατριχιάζει λίγο. Είναι σαν το θρίλερ που τελειώνει και νομίζεις ότι ο παρανοϊκός δολοφόνος είναι πια κάτω από το νερό και ψήνεται στην κόλαση, αλλά εκεί που περιμένεις το happy end να ανθήσει σαν την ωραία κάθαρση, πετάγεται ο δαίμονας και ξανά προς τη δόξα τραβά. Ιt΄s just like starting over. Αλίμονό μας. Και η επέτειος (σήμερα ο Τζον Λένον θα γινόταν 70 χρονών) κολλητά με την άλλη- στις 8 Δεκεμβρίου θα συμπληρωθούν 30 χρόνια από τον θάνατό του- είναι just like starting over τρομακτική. Στο ροκ, στην ποπ και στο Lost άλλωστε δεν πεθαίνει κανείς τελείως, παραμένει μάλλον για πάντααλλά δεν θα είμαι εδώ για να σας το πω- στην ενδιάμεση φάση, «ζωντανός» και επαγγελματικά πολύ επιτυχημένος .

Αν ο Τζον γινόταν 70 θα είχε προφανώς προλάβει να βγάλει μερικούς κακούς δίσκους, να κάνει μια περιοδεία με τους Βeatles (μαζί ξανά), θα ήταν αμερικανός πολίτης, θα τραγουδούσε μαζί με τον Μπρους Σπρίνγκστιν για τον Μπαράκ Ομπάμα, θα έκανε ντουέτο με τον Μπόνο, αφού εκείνος πρώτα είχε διατυπώσει τη σκέψη του πολύ καθαρά πάνω στο θέμα- «είμαστε διατεθειμένοι να γίνουμε και κλόουν αν χρειαστεί να διαδώσουμε το μήνυμα της ειρήνης». Φαντάσου, ή αν θέλεις Ιmagine, όλα αυτά τα πράγματα. Σε αυτό θα βοηθήσουν σημαντικά οι εκδηλώσεις, οι γιορτές, τα πικνίκ και τα σοβαρά αφιερώματα μαζί με επιμελημένες «νέες» κυκλοφορίες και λοιπές δραστηριότητες που μπορεί το κοινό να περιμένει για να συναντήσει, ανακαλύψει ή προσπεράσει τον Τζον Λένον- ακόμη μια φορά. Δηλαδή, αν καταλάβατε, η Γιόκο Ονο θα τραβήξει πάλι το κουπί.

Με τόσο πολλά χαμογελαστά πρόσωπα γύρω του, ο Τζον Λένον θα πρέπει να ήταν ευτυχισμένος. Τα κατάφερε και πάλι. Αυτός ο τυπάκος, που από το Λίβερπουλ βρέθηκε στο κέντρο της προσοχής του κόσμου και έμεινε εκεί ακόμη και όταν έφυγε από τον κόσμο. Αν δεν είχε δώσει το μοιραίο αυτόγραφο για να εισπράξει σφαίρες από τον δολοφόνο του, ο Λένον θα γιόρταζε σήμερα τα 70 χρόνια του. Επέτειος από αυτές που κάνουν τη δισκογραφία να πηδάει από τη χαρά της ώς το ταβάνι. Λένον σε ολική επαναφορά. Η Γιόκο περίμενε υπομονετικά τη στιγμή και είναι έτοιμη να μοιραστεί τις σκέψεις της. Τι θα έγραφε ο Τζον στο twitter του; «Δώσε- επιτέλους- μια ευκαιρία στην ειρήνη» ή «Η μακαρονάδα του Τζο είναι χάλια». Δεν μπορείς να ξέρεις- μπορείς να υποθέσεις (και πάλι να «Φανταστείς») ότι η τεχνολογία θα είχε γοητεύσει τον Τζον για να στείλει το μήνυμά του όσο πιο μακριά γίνεται. Πώς έκαναν παλιά τα ραδιόφωνα; Ετσι. Μια λεπτομέρεια όμως αν θέλουμε να είμαστε έστω και λίγο στο πνεύμα του: Νοσταλγικός τύπος δεν ήταν και τόσο. Δεν του άρεσε να κοιτάει πίσω, ενώ τον αφορούσε πάρα πολύ η επόμενη κίνηση. Γι΄ αυτήν παθιαζόταν και το επόμενο βήμα τον πάθιαζε για να δημιουργήσει. «Οι Βeatles δεν μπορεί να ξαναγίνουν», έλεγε. «Ολα τα καλά πράγματα τελειώνουν, λένε οι άνθρωποι, σαν να τελειώνει η ζωή. Αλλά δεν είναι έτσι. Εγώ γίνομαι 40 ετών, ο Πολ είναι 38. Ο Ελτον Τζον, ο Μπομπ Ντίλαν, είμαστε όλοι σχετικά νέοι. Εχουμε άλλα 40 δημιουργικά χρόνια μπροστά μας». Και αν ήταν εδώ, μπορεί να ετοίμαζε τώρα καινούργιο άλμπουμ. Ή να ηχογραφούσε στο στούντιο ένα απρόσμενο ντουέτο με τον Jay-Ζ. Κανείς δεν ξέρει. Ο Τσάπμαν είχε άλλα σχέδια για τον Τζον. Τώρα, πάλι, όπως δουλεύει η βιομηχανία της μουσικής και του θεάματος, κανείς δεν αιφνιδιάζεται όταν βλέπει τα άλμπουμ του να κυκλοφορούν σε remastered εκδόσεις με τέλεια επεξεργασμένο ήχο, νέες συλλογές, νέα πακέτα, νέες συναυλίες. Η Γιόκο master of ceremony. Αφού προηγουμένως έχει επιμεληθεί προσεκτικά την επιστροφή του Τζον στον πλανήτη «2010», όπου όλα είναι καινούργια, πρωτάκουστα, φρέσκα σαν το «Α Day in the Life» να ξεκινάει μια καινούργια ζωή. «Αφήστε τον ήσυχο» και «Καλύτερα να τον ξεχάσετε» γράφουν τα σχόλια στο Ιντερνετ. Δεν είναι όλοι χαρούμενοι με το παγκόσμιο πάρτι. Θα ήταν, αν ο Λένον ήταν ακόμη ζωντανός. Η φήμη σκοτώνει. Ετσι, η Γιόκο Ονο συναντά δημοσιογράφους γιατί η περίσταση το επιβάλλει και εξηγεί γιατί εκείνη συνεχίζει να έχει τον πλήρη έλεγχο. Αν μερικοί εξακολουθούν να τη βλέπουν σαν «εχθρό», μάλλον είναι δικό τους το πρόβλημα. Εκείνη δεν αφήνει τα πράγματα στην τύχη. Δεν είναι μια απρόσωπη εταιρεία και πάντα- μα πάνταθα έχει κάποιο κομμάτι κρυμμένο στο συρτάρι.

Να τι εννοεί: «Ηταν πολύ σημαντικό το ότι ασχολήθηκα εγώ προσωπικά, γιατί πάντα ήμουν στο πλευρό του Τζον όταν έγραφε τα τραγούδια του. Ξέρω ακριβώς πώς ήθελε να ακούγονται». Οσο τυπικό Γιόκο είναι αυτό, από την άλλη είναι αλήθεια. Επίσης η κυρία (που εμφανίστηκε και με την Gaga στη σκηνή) ετοίμασε μια διαφορετική έκδοση του «Double Fantasy». Το οποίο βέβαια σε πολλά αυτιά θα είναι εντελώς καινούργιο. «Βάζοντας στην άκρη μερικά όργανα, βοηθάει να ακούσεις καλύτερα τη φωνή του Τζον. Και ο Τζον ήταν απίστευτος τραγουδιστής, αλλά εκείνη την εποχή υπήρχε η τάση να σκεπάζουν τη φωνή», είπε η Γιόκο με αφορμή τη «νέα» κυκλοφορία. Φώναξε μάλιστα και τον ορίτζιναλ παραγωγό Τζακ Ντάγκλας. Αλλά δεν είναι αυτό το πιο σπουδαίο που είπε η Γιόκο στις συνεντεύξεις της. Οταν τη ρώτησαν, τελικά ποια ήταν η μεγαλύτερη προσφορά του Τζον στη μουσική, απάντησε: «Ηταν η μεγάλη ικανότητά του να λέει την αλήθεια, συχνά με σκληρό τρόπο, κάτι που του στοίχιζε αρκετές φορές... Δεν υπάρχει όμως ειρήνη χωρίς την αλήθεια».
«Αφήστε τον ήσυχο» και «Καλύτερα να τον ξεχάσετε» γράφουν τα σχόλια στο Ιντερνετ. Δεν είναι όλοι χαρούμενοι με το παγκόσμιο πάρτι για την επέτειο

«Κύριε Λένον!» φώναξε και μετά πυροβόλησε πέντε φορές...

Ο Τζον και η Γιόκο και η διάσημη διαμαρτυρία  τους από το κρεβάτι. «Σκέψου αν ο αμερικανικός  στρατός έμενε στο κρεβάτι για μία εβδομάδα, και  ο βιετναμέζικος στρατός, ή ο πρόεδρος Νίξον ή  ο Μάο... ή αν όλος ο κόσμος έμενε στο κρεβάτι.  Θα είχαμε ειρήνη για μία εβδομάδα και ίσως μπορέσουν να δουν πώς είναι τότε» έλεγαν
H αλήθεια είναι πως ακόμη και αυτοί που υποτίθεται ότι γνώριζαν τον Τζον και τον ήξεραν καλά- και δεν ήταν μόνο η Γιόκοδεν έπαψαν να αναρωτιούνται «τι άνθρωπος ήταν ακριβώς». Ηταν ο Λένον των τραγουδιών του; Αυτό ακριβώς λέει πάντα η Γιόκο. Ηταν ο άνθρωπος που πίστευε σε εκείνα που τραγουδούσε. Που δεν πετούσε στα σύννεφα. Είχε απόλυτα συνείδηση των πράξεών του. Ηξερε πως έκανε πολιτική διαμαρτυρία και ότι η φωνή του επηρέαζε πολύ κόσμο. Πολύ συχνά- είναι γνωστό- ο Λένον στεκόταν απέναντι στον εαυτό του και μετρούσε τα λάθη του. Πάνω από όλα, λένε, ο Λένον ήταν ανασφαλής χαρακτήρας. Εκανε συχνά την αυτοκριτική του και άκουγε τους άλλους προσεκτικά.

Από την άλλη έλεγε απλώς «all you need is love» (ό,τι χρειάζεσαι είναι αγάπη), κάτι που φρέναρε κάθε κριτική. Και συνεχίζουν να ρωτούν. Για τη δυναμική της σχέσης με τον ΜακΚάρτνεϊ. Για το δημιουργικό ύφος του ενός και του άλλου. Για το αν ο Πολ ήταν αυτός που βρισκόταν πίσω από τα πιο σύνθετα μουσικά κομμάτια και ο Τζον πίσω από τις παρορμητικές μελωδίες και τα πιο ροκ τραγούδια τους. Για τον καθένα, τελικά, ο Λένον μπορεί και να ήταν κάτι διαφορετικό.

Για τον Μαρκ Τσάπμαν, ο Λένον ήταν η απόλυτη διασημότητα και εκείνος το απόλυτο τίποτε που όμως είχε τη δύναμη να εξαφανίσει το μεγάλο είδωλο. Γι΄ αυτόν ο Λένον ήταν ένας ψεύτης και ένας σατανάς και εκείνο το βράδυ, στις 8 Δεκεμβρίου του 1980, ο Τσάπμαν είχε αποφασίσει να κάνει πράξη την παράνοιά του. Σχεδιάζει να περιμένει έξω από το κτίριο Ντακότα και να τον συναντήσει. Κρατάει στα χέρια του τον δίσκο «Double fantasy». Ο Τζον στο πρόσωπό του βλέπει έναν φαν, παίρνει τον δίσκο από τα χέρια του 25χρονου και τον υπογράφει. Ο Τσάπμαν κοντοστέκεται. Παίρνει λίγο θάρρος και ρωτάει μήπως υπάρχει καμιά θέση για να δουλέψει στο γραφείο και ο Τζον του λέει να στείλει ένα βιογραφικό και φεύγει για το στούντιο. Ο Τσάπμαν όμως δεν φεύγει, περιμένει.

Εχει πάει αργά, αλλά δεν φεύγει. Κατά τις 11 βλέπει μια λιμουζίνα να πλησιάζει.

Ξέρει ποιος είναι μέσα. «Κύριε Λένον», φωνάζει. Μετά ρίχνει πέντε φορές.

Έφυγε ο «βασιλιάς» της σόουλ Σόλομον Μπερκ Άφησε την τελευταία του πνοή στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ


Έφυγε από τη ζωή ο βραβευμένος με Grammy Σόλομον Μπερκ, αποκαλούμενος και «βασιλιάς» της σόουλ και των μπλουζ.

Ο Μπερκ, που έγινε γνωστός από επιτυχίες όπως το «Everybody Needs Somebody to Love», άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ.

Ο θάνατός του 70χρονου τραγουδιστή ανακοινώθηκε από εκπρόσωπο της αστυνομίας του αεροδρομίου, ο οποίος δεν έδωσε λεπτομέρειες για το συμβάν.

Ο Σόλομον Μπερκ, μέλος του Rock and Roll Hall of Fame, επρόκειτο να δώσει συναυλία στο Άμστερνταμ την Τρίτη.

«ΕΑΤ ΡRΑΥ LΟVΕ» Περιπλανώμενη Τζούλια



«Εat Ρray Love».  Τουριστικός οδηγός  γκουρού με ξεναγό  την Τζούλια Ρόμπερτς
Τι μπορεί να πει κάποιος επί δυόμισι ώρες; Την ιστορία του Σύμπαντος. Λάθος. Την περιπλάνηση της Τζούλιας Ρόμπερτς από την Αμερική στη Ρώμη, από εκεί στο Νέο Δελχί και από την Ινδία στο Μπαλί. Ενδιαμέσως με γκουρού και με λουκάνικα Τζέιμς Φράνκο και Χαβιέ Μπαρδέμ!

ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ Μ. ΓΚΙΛΜΠΕΡΤ. Η σαραντάρα αμερικανίδα συγγραφέας που με τον «τουριστικό οδηγό» με τίτλο «Εat Ρray Love» έκανε ένα όνομα «να» και έβγαλε έναν σκασμό λεφτά. Μπράβο της! ΡΑΪΑΝ ΜΕΡΦΙ. Ο αμερικανός σκηνοθέτης, κυρίως τηλεοπτικών σειρών αλλά και σεναριογράφος, που σε κάποια ραδιοφωνική εκπομπή εξομολογήθηκε ότι πούλησε το σενάριο του «Why can΄ t be Αudrey Ηepburn»στον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Εξοχα. Τοιουτοτρόπως, από σκαλί σε σκαλί κατάφερε να πάρει την πρωτοκαθεδρία σε μια ιστορία που θα σπάσει τα ταμεία.

ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ. Σαράντα και ενός παρακαλώ. Νever mind. Εξακολουθεί να βρίσκεται στην κυκλοφορία. Και μάλιστα, υποδυόμενη τώρα την Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ επανέρχεται φουριόζα και φωνάζει «Ι am still alive». Σας έφαγα σκρόφες!

ΜΠΙΛΙ ΚΡΑΝΤΑΠ. Ο σύζυγος (στην ταινία) της Ελίζαμπεθ Πέρκινς, δηλαδή της Τζούλιας Ρόμπερτς. Ο οποίος μένει εμβρόντητος και περίλυπος όταν εκείνη του ανακοινώνει «αγάπη μου δεν πάει άλλο, μια ζωή δυστυχισμένοι να παριστάνουμε τους ευτυχισμένους».

ΤΖΕΪΜΣ ΦΡΑΝΚΟ. Το έτερο, πιο νέο και φρέσκο, αρσενικό πάνω στο οποίο πέφτει η «βαρεμένη» Ελίζαμπεθ στη Ρώμη. Οπου «μαμ» με καρμπονάρα, προσούτο και παρμεζάνα και «νάνι» παρέα με το λουκάνικο του Τζέιμς Φράνκο. Δεν φταίω εγώ. Ετσι «το» λένε στην ταινία.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΕΝΚΙΝΣ. Κι άλλος Αμερικανός. Στο Νέο Δελχί αυτός. Γονυπετής στον προθάλαμο κάποιου γκουρού. Χωρίς λουκάνικο. Του το «έφαγε» η δυστυχία και μια οικογενειακή τραγωδία στο χωριό του το Τέξας. Αυτός είναι που μαστιγώνει ανηλεώς την Τζούλια Ρόμπερτς. Ψάξε μέσα σου, της λέει. Λάθος λέω εγώ. Πρώτα το λουκάνικο, ύστερα, πολύ ύστερα το εσωτερικό. ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ. Το παλικάρι στο Μπαλί οπου την πέφτει στην Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ. Πρώτα με τους προφήτες και τις καφετζούδες. Υστερα με λουκάνικα made in Spain. Οχι, χαζή είναι!

«ΕΑΤ ΡRΑΥ LΟVΕ». Το διά ταύτα δυόμισι ωρών, της μιας γραμμής. Αφήστε τα μίση, τα πλούτη και τα άλλα «-ίση» και σκαλίστε τον ψυχικό σας κόσμο. Που πάει να πει, η ταινία θα σκίσει στα ταμεία. Στίφη γυναικών θα ταυτιστούν με μια μεγαλοκοπέλα που τα ΄χει όλα, αλλά ικανοποίηση ούτε με κιάλια.

Σάββατο

Νέος καλλιτέχνης ψάχνεται



Ξεκίνησαν με ένα όνειρο τρελό, ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, αλλά στην αρχή της διαδρομής σκόνταψαν στη σκληρή πραγματικότητα.
Οι «καλλιτέχνες των 700 ευρώ» δεν το βάζουν κάτω. Αντί για τη σκηνή ψάχνουν την τύχη τους στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, στα σχολεία των φυλακών, στα ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών, στα clubs και τα τηλεπαιχνίδια
ΣΤΕΛΛΑ ΜΑΤΑΛΑ ζωγράφος
Από την ΑΣΚΤ στις φυλακές
Είναι απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών αλλά και της ΑΚΤΟ στον τομέα της αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων. Δούλεψε για αρκετά χρόνια ως σχεδιάστρια σε αρχιτεκτονικά γραφεία μέχρι που τα πράγματα για τις κατασκευαστικές, και επομένως και για τους σχεδιαστές, δυσκόλεψαν. Ακολούθησαν περιστασιακές ενασχολήσεις: από τις κατασκευές για ένα παιδικό θέατρο στην Αργυρούπολη μέχρι το ταμείο αθηναϊκού βιβλιοπωλείου. Πέρσι εργάσθηκε ως ωρομίσθια στο Γυμνάσιο που λειτουργεί στις φυλακές στον Ελαιώνα Θηβών, από το οποίο δεν έχει ακόμα πληρωθεί. «Ηταν μια δυνατή εμπειρία, πρώτη φορά στην Εκπαίδευση. Από το προστατευμένο περιβάλλον της σχολής αντιμέτωπη με την πραγματικότητα», λέει. Παράλληλα με τη διδασκαλία στις φυλακές πήρε την απόφαση να ανοίξει ένα εργαστήριο ζωγραφικής για παιδιά και ενηλίκους στη Θήβα, όπου παραδίδει μαθήματα δύο ημέρες την εβδομάδα. «Από τον Μάρτιο, εξάλλου, άρχισε η συνεργασία με την γκαλερί “Τerre d΄ artistes”, όπου διάφοροι απόφοιτοι της Καλών Τεχνών πουλάμε έργα μικρών διαστάσεων σε χαμηλές τιμές. Επιδίωξη μου από ΄δώ και πέρα, πάντως, είναι οι δουλειές να μη μου αφαιρούν ώρες από τον προσωπικό χρόνο. Το εξασφαλισμένο μηνιαίο έσοδο έχει το κόστος της έλλειψης χρόνου. Προτιμώ, λοιπόν, να ζω με αυτό που λέγεται “ανασφάλεια”, να ετεροαπασχολούμαι σε δουλειές με μικρή χρονική δέσμευση, ώστε να επιβιώνω αλλά και να μπορώ να αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο μου στη ζωγραφική. Αποφάσισα πως θα ζω και με λιγότερα χρήματα αν χρειαστεί για κάποιο διάστημα, ή θα μοιραστώ το σπίτι μου προκειμένου να αναπτύξω αυτό που θέλω». ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΟΥΡΑ χορεύτρια κλασικού χορού
Λάτιν αντί για μπαλέτο
Το παιδικό της όνειρο ήταν να εγκαταλείψει το σχολείο και να ταξιδέψει στο εξωτερικό για να χορέψει στην Οπερα. «Σκεφτόμουν, για παράδειγμα, την Αυστρία απ΄ όπου κατάγεται η μητέρα μου, επειδή τα πράγματα εκεί είναι διαφορετικά. Πας από μικρός στη σχολή της Οπερας, κάνεις οκτώ χρόνια μάθημα, κάθεσαι έναν χρόνο δόκιμος και μετά χορεύεις κανονικά. Στην Ελλάδα με τη Λυρική δεν είναι έτσι, γι΄ αυτό και έδωσα εξετάσεις για την Ανώτερη Επαγγελματική Σχολή Χορού “Κονταξάκη”». Η διαδικασία από ΄κεί και πέρα, λίγο πολύ γνωστή: από τους συνολικά διακόσιους αποφοίτους που βγαίνουν κάθε χρόνο από τις σχολές χορού, οι πενήντα θα κάνουν οντισιόν και από αυτούς η Λυρική θα πάρει τελικά τους τέσσερις, γιατί έχει ήδη και τις δικές της χορεύτριες από προηγούμενες χρονιές. Οι υπόλοιποι, αν δεν γίνουν καθηγητές, θα πρέπει να συνηθίσουν την απραξία. «Ή, το πολύ πολύ, να δουλέψουν σε μπουζούκια, κλαμπ ή τηλεπαιχνίδια. Στη δική μου περίπτωση, επειδή έπρεπε να βγάζω τα έξοδά μου, προτίμησα να διδάξω λάτιν από το να ασχοληθώ με κάτι άσχετο. Φέτος βέβαια τυχαίνει να μην εργάζομαι, γιατί θέλω να αφοσιωθώ στο πτυχίο μου. Του χρόνου όμως σκέφτομαι σοβαρά να ξαναδιδάξω λάτιν, αν δεν βρω δουλειά ως καθηγήτρια μπαλέτου. Ξέρω ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα.

Το κλασικό χάνεται σιγά σιγά, γιατί πλέον δεν έχει τόση ζήτηση όσο το χιπ χοπ ή οι λάτιν χοροί. Παρ΄ όλα αυτά θα το παλέψω μέχρι τέλους. Θα περνάω από οντισιόν στη Λυρική για όσο μπορώ να χορεύω. Ετσι, για να μη μου μείνει απωθημένο».

ΣΟΦΙΑ ΚΟΥΚΟΥΛΑ ηθοποιός
Από τις πίστες στο ταμείο του φεστιβάλ
«Οταν το 2006 γράφτηκα στη Δραματική Σχολή Αρμένη η κατάσταση φάνταζε στο μυαλό μου ιδανική», λέει. «Ημουν μικρή, μόλις είχα τελειώσει το σχολείο και δεν είχα ιδέα για τις δυσκολίες του χώρου ούτε όμως και για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σινάφι. Ολα ήταν ρόδινα, μέχρι το πρώτο εμπόδιο: την αναξιοκρατία. Αν είσαι γιατρός ξέρεις ότι θα σπουδάσεις και κάποια στιγμή θα ανέβεις. Στην περίπτωση των ηθοποιών, όταν δεν έχεις γνωριμίες είναι δύσκολο να προχωρήσεις». Διαφορετικά τι συμβαίνει; «Πρέπει να βρεθείς στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, όπως συνέβη όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο Ρήγα σε ένα μπαρ και μου πρότεινε να συνεργαστούμε στο “Κόκκινο Δωμάτιο”». Πριν από τη συμμετοχή της στο σίριαλ δούλευε ταμείο σε νυχτερινά μαγαζιά. Κάποια στιγμή ένας φίλος της πρότεινε να δουλέψει στο ταμείο του Φεστιβάλ Αθηνών. «Μου άρεσε η ιδέα, δέχθηκα και κάπως έτσι τα τελευταία χρόνια είμαι υπεύθυνη των ταμείων στην Πανεπιστημίου. Εκτός του ότι μπορώ να δω το backstage των παραστάσεων, η δουλειά αυτή μου αρέσει γιατί είναι συναφής με τις σπουδές μου. Με αυτήν τη λογική, άλλωστε, μου προσέφεραν και τη θέση στο Φεστιβάλ». Την υποκριτική πάντως δεν την εγκαταλείπει εύκολα. Τα τελευταία δύο χρόνια εμφανίζεται με το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης και φέτος συμμετέχει στην παράσταση της Κάρμεν Ρουγγέρη «Περσέας και Ανδρομέδα». «Αν και θα ήθελα μελλοντικά να μπορώ να ζήσω αποκλειστικά από το θέατρο, ξέρω πολύ καλά πως για να αντεπεξέλθω οικονομικά θα πρέπει να δουλεύω όλη τη σεζόν σε παραστάσεις. Χειμώνα-καλοκαίρι. Κάτι που προς το παρόν είναι αδύνατο».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΠΑΚΙΔΗΣ ηθοποιός
Σποτάκια αντί για ρολάκια
Με το θέατρο άρχισε να ασχολείται γύρω στο 1990, στο Βερολίνο. Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα ύστερα από πέντε χρόνια, μια τυχαία γνωριμία με τον Γιώργο Κιμούλη τον οδήγησε στη δραματική σχολή, απ΄ όπου αποφοίτησε το 1999. Η αλήθεια είναι ότι ανέβηκε στο σανίδι για λίγες παραστάσεις. Αλλά μέχρι εκεί. Ο βιοπορισμός παρέμενε μεγάλος βραχνάς. Ηταν τότε που κάποιοι γνωστοί του έδειξαν τον δρόμο της διαφήμισης. «Επειδή έλειπα χρόνια από την Ελλάδα και δεν ήξερα πώς λειτουργεί ο χώρος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι για την καριέρα του ηθοποιού τότε δεν θεωρούνταν καλό πράγμα η διαφήμιση, απέρριπτα τις προτάσεις. Αισθανόμουν έξω από τα νερά μου. Οταν όμως αργότερα αντιμετώπισα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα άλλαξα γνώμη και αποφάσισα πλέον να ασχοληθώ με τις διαφημίσεις». Τα λεφτά ήταν καλά. Δούλευε για μία ημέρα και έβγαζε το ενοίκιό του και τα καθημερινά έξοδα για μεγάλο διάστημα. «Για τέσσερα-πέντε χρόνια ζούσα μόνο από τη διαφήμιση, εδώ που τα λέμε». Το πρώτο σποτ ήρθε το 2000 για τον Καραμολέγκο και στη συνέχεια για τη Χιουντάι. Συνέχισε με την Τράπεζα Πειραιώς και τελευταία ήταν η καμπάνια της Τellas. «Δεν έχω μετανιώσει. Την κάθε διαφήμιση την βλέπω σαν ένα ρολάκι, σαν ένα ωραίο σίριαλ στην τηλεόραση. Με βοήθησε ως προς την αναγνωρισιμότητά μου, αλλά για το θέατρο δεν φτάνει μόνο αυτό για να εξασφαλίσεις κάτι καλό». Ευτυχώς, ύστερα από πέντε χρόνια στην «έρημο», ήρθε η ώρα για έναν θεατρικό ρόλο. Από αυτόν τον μήνα συμμετέχει στην παράσταση «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» (Ντάριο Φο), σε σκηνοθεσία του Σπύρου Παπαδόπουλου

Από τις Διονυσία Μαρίνου και Γεωργία Γεωργαράκου , Φωτογραφίες Αλεξία Τσαγκάρη

Ο Τσάρλι Μπράουν εξηντάρισε



Πριν από 60 χρόνια ο αμερικανός  κομίστας Τσαρλς Σουλτς δημιουργούσε  ένα από τα πιο δημοφιλή κόμικς όλων  των εποχών. Η παρέα του Τσάρλι Μπράουν, του Σνούπι και του Λάινους γεννήθηκε στη μεταπολεμική εποχή, έζησε το  άγχος της ατομικής βόμβας και έγινε  παγκόσμιο best seller τουλάχιστον για   μία εικοσαετία
Στις 2 Οκτωβρίου του 1950 οκτώ αμερικανικές εφημερίδες δημοσίευσαν τρεις φιγούρες που θα έγραφαν ιστορία. Ο Τσάρλι Μπράουν συναντούσε για πρώτη φορά τους φίλους του, τον Σέρμι και την Πάτι, μέσα σε τέσσερα τετραγωνάκια. Η Αμερική μετρούσε ήδη τρεις μήνες στον πόλεμο της Κορέας και ο «μακαρθισμός» ήταν η λέξη της χρονιάς. Οχι και η καλύτερη εποχή για ν΄ αρχίσει μια παρέα πιτσιρικάδων τα σούρτα-φέρτα στον κόσμο των μεγάλων. Γι΄ αυτό, ίσως, η σειρά «Ρeanuts» του Τσαρλς Σουλτς ξεκίνησε με μια στιγμή μίσους: όταν ο Τσάρλι περνάει μπροστά από τα άλλα δύο παιδιά, ο Σέρμι, που μέχρι τότε δεν κρύβει τη λαχτάρα του για τον «παλιόφιλό» τους, αποκαλύπτεται: «Πόσο τον μισώ!».

Προτού κάνουν το ντεμπούτο τους οι ήρωες του Σουλτς, στα «ανήλικα» κόμικς πρωταγωνιστούσαν οι μικροί φτωχοδιάβολοι, τα ζιζάνια που έκρυβαν το άγχος τους για τον κόσμο πίσω από τις κλωτσοπατινάδες και τις περίεργες γκριμάτσες. Τους περίσσευε το γέλιο και τους έλειπε ο Φρόιντ. Η παρέα των «Ρeanuts», από την άλλη ήταν παιδιά της μεταπολεμικής ευμάρειας. Οι γονείς τους μάθαιναν να μισούν τους Σοβιετικούς και να αγαπούν το μπάρμπεκιου. Στον Τσάρλι Μπράουν περίσσευε ο Φρόιντ και του έλειπε το γέλιο. Οι φίλοι του παίζουν Μπετόβεν στο πιάνο, βιδώνονται μπροστά στο χαζοκούτι, τρώνε τα μούτρα τους στο μπέιζμπολ και τους ανεκπλήρωτους έρωτες, συνηθίζουν στην ιδέα του λούζερ, αλλά το παλεύουν μέχρι το τέλος (ο Τσάρλι μανατζάρει την ομάδα του μπέιζμπολ). Στις σχολικές τους τσάντες φορτώνονται τις φοβίες των μεγάλων. Οπως η μικρή Σάλι, που αρνείται να πάει στο νηπιαγωγείο και «λούζεται» το κήρυγμα του μεγάλου αδερφού της: «Δεν καταλαβαίνεις πως αυτό ακριβώς υπονομεύει την κοινωνία μας; Η έλλειψη υπευθυνότητας! Αυτό την διαβρώνει!». Αυτή πάντως, μέσα στην παιδική της αφέλεια, του απαντά: «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς... Είμαι μικρή και αθώα!». Σε μια άλλη «λωρίδα» δύο τυπάκια ατενίζουν έναν νυχτερινό ουρανό μ΄ αστέρια. «Ας πάμε μέσα να δούμε τηλεόραση», λέει ο Τσάρλι Μπράουν. «Αρχίζω να νιώθω ασήμαντος». Το δίχως άλλο, η παρέα είχε γεννηθεί για μεγάλες κουβέντες. Με το μανιτάρι της ατομικής βόμβας να σφηνώνεται στο μυαλό μικρών και μεγάλων, η ψυχροπολεμική δεκαετία του 1960 ήταν το φόρτε τους. «Κάθε Τρίτη με απασχολούν τα προβλήματα προσωπικότητας», έλεγε ο Τσάρλι. «Η Πέμπτη είναι η ημέρα που ανησυχώ μήπως ο κόσμος τιναχτεί στον αέρα». Με γενναίες δόσεις υποδόριου χιούμορ, ο Σουλτς θα αντιστρέψει το περιβόητο success story της Αμερικής. Οι περιπέτειες των «Ρeanuts» ήταν μια εικονογραφημένη ιστορία της αποτυχίας για... σπασμένα νεύρα.

Η εποχή θα επηρεάσει τους χάρτινους χαρακτήρες, αλλά κι εκείνοι θα επηρεάσουν την εποχή τους. Ηδη το 1955 το στριπ κερδίζει το βραβείο «Reuben» (το Οσκαρ των σκιτσογράφων) από την Εθνική Ενωση Σχεδιαστών Κόμικς. Το 1965 το περιοδικό «ΤΙΜΕ» βάζει την παρέα του Τσάρλι Μπράουν στο εξώφυλλο, ενώ ο φίλος του με την κουβερτούλα δίνει το όνομά του στο πιο σημαντικό ιταλικό περιοδικό κόμικς, το «Linus». Τέσσερα χρόνια αργότερα οι αστροναύτες που φτάνουν στο φεγγάρι ονομάζουν τα διαστημικά οχήματά τους «Σνούπι» και «Τσάρλι Μπράουν». Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο Ουμπέρτο Εκο θα διαφημίσει τη μανία του για τα προϊόντα τής ποπ κουλτούρας: «Αυτά τα παιδιά μας ενδιαφέρουν επειδή είναι τέρατα. Είναι οι τρομακτικές, εφιαλτικές προβολές όλων των νευρώσεων του σύγχρονου πολίτη της βιομηχανικής εποχής». Στη χρυσή περίοδο 1950-1970 η σειρά διαβαζόταν καθημερινά από 355 εκατομμύρια αναγνώστες, σε 75 χώρες και 21 διαφορετικές γλώσσες. Στην Ελλάδα πρωτοδημοσιεύθηκε μεταπολιτευτικά στον «Ταχυδρόμο» και για αρκετό διάστημα αργότερα στη «Βαβέλ».

Για πολλούς η αίγλη της σειράς θα κρατήσει μόλις 15 χρόνια και η κόπωση θα έρθει το 1970. Η σειρά θα χάσει τη νεανική της ορμή και οι ήρωες θα πάρουν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Τελικά στις 3 Ιανουαρίου του 2000, στις στήλες των εφημερίδων που δημοσίευαν τα καρτούν θα εμφανιστεί μόνο μία εικόνα: ο Σνούπι, σε ρόλο εκπροσώπου Τύπου, χτυπούσε στη γραφομηχανή το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του δημιουργού του: «Αγαπητοί φίλοι, είχα την τύχη να σχεδιάζω τον Τσάρλι Μπράουν και τους φίλους του σχεδόν επί πενήντα χρόνια. Δυστυχώς, δεν μπορώ πλέον να ανταποκριθώ στον ρυθμό εργασίας που απαιτεί μια εφημερίδα και επομένως σας ανακοινώνω ότι αποσύρομαι. Είμαι ευγνώμων για την υποστήριξη και την αγάπη που μου έδειξαν όσοι διάβαζαν αυτό το κόμικ στριπ. Τσάρλι Μπράουν, Σνούπι, Λούσι, Λάινους... πώς μπορώ να σας ξεχάσω;». Εναν μήνα μετά ο σκιτσογράφος θα αφήσει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 77 ετών. 

Του Δημήτρη Δουλγερίδη

Ποια ήταν η πραγματική Αφροδίτη του Σάντρο Μποτιτσέλι;



Η βαφτισιμιά του Μποτιτσέλι,  Σάντρα, στον πίνακα  «Η Παλλάδα δαμάζει τον  Κένταυρο». Οι ομοιότητες με  την «Αφροδίτη» είναι εμφανείς
Τo 1485 o Μποτιτσέλι ζωγράφισε το αριστούργημά του, «Η γέννηση της Αφροδίτης».
Ποια έδωσε το πρόσωπό της στη θεά της ομορφιάς;
Η Σιμονέτα, η φίλη που χάθηκε πρόωρα ή η Σάντρα, η βαφτισιμιά του;

Για τους Ελληνες και τους Ρωμαίους ήταν η θεά της Ομορφιάς και του Ερωτα, που αναδύθηκε από τον αφρό των κυμάτων. Ο Σάντρο Μποτιτσέλι τη ζωγράφισε να βγαίνει από τη θάλασσα πάνω σε ένα τεράστιο κοχύλι. Τη στάση της εμπνεύστηκε από κάποιο αρχαίο άγαλμα των κλασικών χρόνων. Το δέρμα της είναι πάλλευκο, η μορφή της γεμάτη χάρη και το πρόσωπό της μελαγχολικό. Είναι γυμνή, κάτι που για πρώτη φορά παρουσιαζόταν σε πίνακα εκείνης της εποχής. Η καλλονή κρύβει σεμνά με το χέρι της το ένα μόνο στήθος της και με τον ίδιο τρόπο κρύβει την ήβη της, κρατώντας τα μακριά πυρρόξανθα μαλλιά της. Στα δεξιά της μία από τις Ωρες τείνει έναν μανδύα για να την καλύψει. Στα αριστερά, οι θεοί του Ανέμου, μεταξύ των οποίων και ο Ζέφυρος, φυσούν για να τη μεταφέρουν στη στεριά, ενώ τη ραίνει μία βροχή από τριαντάφυλλα. Ο Μποτιτσέλι φιλοτέχνησε αυτό το αριστούργημά του, που σήμερα φυλάσσεται στην Ιταλία, στην πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας, σε ξύλο. Ωστόσο, ποια ήταν η νεαρή γυναίκα που αποτέλεσε την έμπνευση του καλλιτέχνη για να ζωγραφίσει την Αφροδίτη; Ποια ήταν εκείνη που χρησιμοποίησε ως μοντέλο ο φλωρεντινός ζωγράφος; Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Σάντρο Μποτιτσέλι πάντοτε εμπνεόταν από πραγματικά πρόσωπα για να ζωγραφίσει τους πίνακές του.


Το 1485, όταν ζωγραφίστηκε αυτός ο πίνακας, η πρωτεύουσα της Τοσκάνης ζούσε στον ρυθμό του πάθους, της ομορφιάς, των ομοφυλοφιλικών απολαύσεων, των φλογερών τοιχογραφιών. Το Κουατροτσέντο της Φλωρεντίας (1445-1510) είναι ο αιώνας των ζωγράφων και ο Σάντρο Μποτιτσέλι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους. Μαθήτευσε κοντά σε έναν από τους καλύτερους ζωγράφους της εποχής, τον Φρα Φίλιππο Λίπι, ο οποίος τον μύησε στην τέχνη των καμπύλων γραμμών, των χρωμάτων, της πρωτοφανούς προοπτικής και, κυρίως, στην τέχνη του σχεδίου. Μετά τον θάνατο του Λίπι, το 1469, τη συντήρηση της οικογένειάς του ανέλαβε ο Μποτιτσέλι, γιατί οι δεσμοί που τους ένωναν ξεπερνούσαν αυτούς της σχέσης μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Πράγματι, για την οικογένεια του δασκάλου του έδειχνε μεγαλύτερη στοργή απ΄ ό,τι για τη δική του. Η σχέση του με αυτή την οικογένεια μοιάζει περίπου σκανδαλιστική, παθιασμένη, υπερβολικά ναπολιτάνικη.

Εξάλλου, επρόκειτο για μία όχι και τόσο συνηθισμένη οικογένεια. Ο Φρα Φίλιππο Λίπι ήταν ζωγράφος και, αν και μοναχός, ερωτεύτηκε μία καλόγρια, τη Λουκρέτζια Μπούτι, που ήταν μοντέλο του. Ο καρπός του αμαρτωλού τους έρωτα, ο Φιλιππίνο, ο λεγόμενος Πίπο, εμφανίζεται συχνά στους πίνακες του πατέρα του ως Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της Παρθένου, που δεν ήταν άλλη από την πραγματική του μητέρα. Οταν πια ο Φίλιππο και η Λουκρέτζια απαλλάχθηκαν από τους όρκους τους, από την ένωσή τους προέκυψε ένα κοριτσάκι, η Αλεσάντρα ή Σάντρα, που πήρε το όνομά της από τον νονό της, τον Σάντρο. Στο τέλος του 15ου αιώνα, ο Πίπο Λίπι έγινε μαθητής του Σάντρο Μποτιτσέλι. Συγχρόνως όμως υπήρξε ο μεγαλύτερος έρωτάς του, ο «καλός του» που τον εγκατέλειψε για τον όμορφο Λεονάρντο, που δεν ήταν άλλος από τον μεγάλο Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Ο Μποτιτσέλι προστατευόταν από τους Μεδίκους, την οικογένεια που κυβερνούσε τη Φλωρεντία, στην οποία ο ζωγράφος οφείλει την τεράστια φήμη του. Η προστασία που του παρείχαν ήταν σχεδόν γονεϊκή. Ο Φίλιππο Λίπι είχε ως μαικήνα του τον Κόζιμο των Μεδίκων, τον ιδρυτή της δυναστείας. Ο Σάντρο προσέγγισε τον Λαυρέντιο και τον Τζουλιάνο των Μεδίκων, τους εγγονούς του Κόζιμο. Η οικογένεια αυτή κυβερνούσε τη Φλωρεντία, περιστοιχισμένη από μία υπέροχη συλλογή έργων τέχνης, πινάκων, βιβλίων και αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων. Τα μοντέλα παρήλαυναν στο εργαστήριο, το οποίο κατέκλυζαν οι γάτες. Μόνο αυτές μπορούσαν να καθησυχάσουν αυτόν τον σημαντικό άνδρα, τον στεγνό και νευρικό, με το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει από την παιδική του ηλικία «Μποτιτσέλι» (το βαρελάκι), ο οποίος ήταν συχνά κατηφής και υπέφερε από κρίσεις μελαγχολίας. Η Σάντρα ζήλευε όλες αυτές τις γυναίκες και τους άντρες που ο ζωγράφος καλούσε στο εργαστήριό του να μείνουν για ώρες, μέρες, ακόμη και μήνες. Εντούτοις, η μεγαλύτερή της αντίζηλος ήταν η Σιμονέτα Βεσπούτσι, μια γυναίκα που δεν ήταν πλέον στη ζωή, αφού είχε πεθάνει στα είκοσι δύο της χρόνια από πνευμονία. Αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία, δεδομένου ότι ο Μποτιτσέλι εξακολουθούσε να τη λατρεύει και την είχε ζωγραφίσει χιλιάδες φορές. Οχι άδικα, αφού η Σιμονέτα θεωρείτο η ομορφότερη γυναίκα της εποχής της, παντρεύτηκε τον Μάρκο Βεσπούτσι, ξάδερφο του θαλασσινού χαρτογράφου Αμέρικο Βεσπούτσι (που έδωσε το όνομά του στην Αμερική το 1507) και ήταν ερωμένη του Τζουλιάνο των Μεδίκων.

Η Σάντρα ήθελε να ποζάρει για τον Σάντρο, όπως είχε κάνει και η Σιμονέτα πριν από δεκατρία χρόνια. Στα είκοσι πέντε της δεν ήταν πλέον «πολύ νέα για να ποζάρει ως Παρθένος», όπως της έλεγε συχνά ο νονός της, που ήταν πλέον σαράντα δύο ετών. Τότε ήταν που ξαφνικά της παρουσιάστηκε μία μη αναμενόμενη ευκαιρία, χάρη στον Λορέντζο ντι Πιερφρανσέσκο των Μεδίκων, τον λεγόμενο Ποπολάνο. Πρόκειται για τον ξάδερφο του Λαυρεντίου των Μεδίκων. «Εξαιτίας του Λορέντζο μισώ τον Λαυρέντιο, με τον οποίο συχνά τον μπερδεύουν», γράφει η συγγραφέας Σοφί Σοβό στο ιστορικό μυθιστόρημα «Το Ονειρο Μποτιτσέλι» (Le Rκve Βoticelli, Folio). «Ο μαικήνας Λορέντζο ήταν εκείνος που συνέλεγε μόνο έργα τέχνης φτιαγμένα σε σκληρή πέτρα και όχι ο Λαυρέντιος. Ο Λαυρέντιος ήταν πολύ άσχημος, ενώ ο Λορέντζο ήταν μια άσβεστη φλόγα».

Ο Λορέντζο ήταν γεννημένος καρδιοκατακτητής και ο Λαυρέντιος, που ήταν ο κηδεμόνας του, θέλησε να τον αρραβωνιάσει για να τον βάλει στον ίσιο δρόμο. Για να εξασφαλίσει την υλοποίηση της υπόσχεσης του αρραβώνα, και έχοντας τη φήμη του αυστηρού, ο κυβερνήτης της Φλωρεντίας παρήγγειλε στον Μποτιτσέλι έναν πίνακα που «θα εξυμνούσε την πίστη και την αγνότητα». Αυτού του είδους οι «ηθικοδιδακτικοί πίνακες» δεν άρεσαν καθόλου στον ζωγράφο, που ως ομοφυλόφιλος κορόιδευε όσους πρέσβευαν το ορθό αναφορικά με το σεξ και τον έρωτα.