Τρίτη

Κλασικά περιφρονημένα


ΑΡΑΓΕ, ΓΙΑΤΙ οι Ελληνες που επιλέγουν να υπηρετήσουν την κλασική μουσική αναγκάζονται συχνά να καταφύγουν στο εξωτερικό; Το ερώτημα επανατίθεται απαράλλαχτο από την εποχή του Μητρόπουλου και της Κάλλας έως αυτήν του Καβάκου και του Κουρεντζή.
Μπορεί να απαντηθεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ωμά και κοφτά, με ανιστόρητους, εκ του πονηρού συνοπτικούς αφορισμούς του τύπου «η κλασική μουσική και η όπερα δεν έχουν πέραση στην Ελλάδα γιατί δεν ανήκουν στην παράδοσή μας», όμως αμφότερες έχουν στη χώρα μας μακρύτερη παρουσία και ιστορία απ' ό,τι το ρεμπέτικο! Ο άλλος τρόπος είναι αναλυτικά, μέσω κριτικών θεωρήσεων που θίγουν προβληματικές και δυσάρεστες όψεις του πολιτιστικού βίου μας. Στην ουσία το εύφλεκτο ερώτημα μετατίθεται σχεδόν αυτούσιο στο γιατί δεν υπάρχει δουλειά γι' αυτούς τους καλλιτέχνες στην Ελλάδα και γιατί η κλασική μουσική έχει παραγκωνιστεί και δυσφημισθεί στη χώρα μας σήμερα. Ιδού μερικές απαντήσεις:
Συχνά λέγεται ότι η κλασική μουσική αφορά μια τελείως περιορισμένη ελίτ και συνεπώς τα αντίστοιχα μεγέθη της μουσικής ζωής σε μια χώρα πληθυσμού 11 εκατομμυρίων δεν αρκούν για να συντηρήσουν κάτι καλύτερο. Ομως, αν σκεφτούμε τι επιπέδου και μεγεθών μουσική ζωή έχουν χώρες με περίπου ίδιους ή και μικρότερους πληθυσμούς - π.χ. Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, Σλοβακία, Δανία, Τσεχία, Δημοκρατίες της Βαλτικής- αντιλαμβανόμαστε ότι οι απαντήσεις βρίσκονται αλλού.
Στη Ελλάδα δεν παρέχεται εκπαίδευση ακαδημαϊκού επιπέδου για επαγγελματίες μουσικούς στο πεδίο της κλασικής μουσικής. Στενά συνδεδεμένες προς το γενικότερο ενδημικό πρόβλημα της παιδείας στη χώρα μας, οι κατά καιρούς αποτυχημένες κινήσεις ίδρυσης μουσικής ακαδημίας -την τελευταία δεκαετία άλλη μια τέτοια ξεφούσκωσε άδοξα- έχουν προσκρούσει στην απουσία ανθρώπων και σε πρόχειρους, ανεπαρκείς σχεδιασμούς. Η μονοπώληση της παροχής επαγγελματικής μουσικής εκπαίδευσης από τα ωδεία αποτελεί στρεβλή κληρονομιά του μεσοπολέμου, η οποία παγιώθηκε μεταπολεμικά και έχει διαιωνισθεί σε καθεστηκυία κατάσταση, υποστηριζόμενη ευρέως από δίκτυα συμφερόντων. Η κατάσταση αυτή μοιραία θέτει ένα περιοριστικό άνω όριο στο επίπεδο μουσικής παιδείας για την πλειονότητα των διδασκομένων και βεβαίως οδηγεί κάθε ταλαντούχο σολίστα ή τραγουδιστή με προοπτικές να αναζητήσει την ολοκλήρωση της παιδείας του στο εξωτερικό. Οι καλύτεροι, ανθεκτικότεροι, εργατικότεροι και εξυπνότεροι ουδέποτε επιστρέφουν.
Μια ιδανική επαγγελματική εξέλιξη θα έπρεπε να εγγυάται σε κάθε προικισμένο έλληνα μουσικό ή τραγουδιστή την πρόσβαση αν όχι στα μουσικά σύνολα, τουλάχιστον όμως στα προγράμματα και τις παραγωγές ενός από τους βασικούς, κρατικούς μουσικούς θεσμούς (ΚΟΑ, ΚΟΘ, ΕΛΣ, ΕΡΤ). Ομως οι θεσμοί αυτοί είναι λίγοι και συνεπώς δεν μπορούν να τους απορροφήσουν. Επιπλέον, η έντονα λαϊκιστική τροπή των εξελίξεων στη μουσική ζωή της χώρας από τη μεταπολίτευση και εξής ανέκοψε τη διάχυση του ενδιαφέροντος για την κλασική μουσική στην περιφέρεια. Σε άλλες χώρες, πόλεις του μεγέθους της Πάτρας, του Ηρακλείου και των Ιωαννίνων θα συντηρούσαν άνετα δικές τους ορχήστρες, ενώ μια Θεσσαλονίκη θα είχε δική της όπερα με ορχήστρα και σύνολο τραγουδιστών.
Μείζονα παθογένεια του χώρου συνιστά η επικράτηση συντεχνιακών στεγανών και κλειστών ομάδων. Ουσιαστικά πρόκειται για τη βαθμιαία, έμμεση μετατροπή των παλαιών νομικών συνθηκών προστασίας του μουσικού επαγγέλματος σε συστήματα περιχαράκωσης επαγγελματικών συμφερόντων. Ομάδες που καθίστανται κυρίαρχες μέσω συνδικαλιστικών ή άλλων μεθοδεύσεων και συναλλαγών επιβάλλουν πλαγίως και αφανώς, με νομότυπες διαδικασίες, επιλογές που υποστηρίζουν απολύτως τα συμφέροντά τους. Η συχνή επανάληψη επωνύμων και η ύπαρξη πλεγμάτων συγγενικών σχέσεων στις τάξεις των μουσικών που υπηρετούν σε ορχήστρες και σύνολα φωτογραφίζουν το διαιωνιζόμενο... κληρονομικό καθεστώς διαδοχής.
Σε βαθύτερη, συνοπτικότερη θεώρηση, αυτή η θλιβερή κατάσταση οφείλεται στην παντελή αδιαφορία όλων -δίχως εξαίρεση!- των κυβερνήσεων και των υπουργών Πολιτισμού της περιόδου της μεταπολίτευσης για σύνταξη και άσκηση ουσιαστικής, συνεπούς εθνικής πολιτιστικής πολιτικής στο πεδίο της κλασικής μουσικής. Ως συνέπεια αφ' ενός ο χώρος αφέθηκε παντελώς και σκόπιμα ανυπεράσπιστος στη διογκούμενη επέλαση του λαϊκισμού, αφ' ετέρου παραδόθηκε απροσχημάτιστα στην αμφιλεγόμενων στόχων και συμφερόντων ιδιωτική πρωτοβουλία.
Με άλλα λόγια έχει υπονομευθεί ριζικά η σχέση της κλασικής μουσικής με το φυσικό, αστικό -ας θυμηθούμε ότι ο όρος αυτός δεν είναι πάντα προς ψόγον!- κοινό της. Στην παρούσα, ασφυκτικά δυσμενή συγκυρία είναι πλέον σαφές ότι οι ευκαιρίες έχουν χαθεί και οι καιροί που οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες θα επέτρεπαν να ασκηθεί ουσιαστική πολιτιστική πολιτική έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Στη γενικότερη διαμόρφωση των αρνητικών συνθηκών που τελικά ωθούν τους νέους ταλαντούχους μουσικούς και λυρικούς τραγουδιστές να φεύγουν στο εξωτερικό έπαιξε έμμεσο, παθητικό μεν, πλην βαρύνοντα ρόλο και το Μέγαρο Μουσικής. Η περίοπτη, ανεξέλεγκτα πληθωρική δράση του στρέβλωσε ισορροπίες και ανακαθόρισε βίαια τη θέση της κλασικής μουσικής στον πολιτιστικό βίο της χώρας, ανασυσχετίζοντάς την με κοινωνικά συμφραζόμενα που βρίσκονταν σε διαμετρικά αντίθετη θέση προς το κυρίαρχα λαϊκιστικό στίγμα της δημόσιας ζωής. 7

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου